πλάστιγγας

πλάστιγγας
πλάστιγξ
scale of a balance
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντιβρίθω — ἀντιβρίθω (Α) βαραίνω από το άλλο μέρος της πλάστιγγας …   Dictionary of Greek

  • βαρίδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 54 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Α βαρύδιον και βαρύλλιον) νεοελλ. 1. το κινητό αντίβαρο της ζυγαριάς ή της… …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • επιρροπή — η (Α ἐπιρροπή) [επιρρέπω] κλίση, ροπή, γέρσιμο προς κάποια κατεύθυνση, όπως τής πλάστιγγας νεοελλ. (για πυροβόλα) η διαφορά τού βάρους τού ενός άκρου τού σωλήνα …   Dictionary of Greek

  • ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… …   Dictionary of Greek

  • ολκή — η (Α ὁλκή) 1. η έλξη, το σύρσιμο ή το τράβηγμα («ἡ τῆς γνάψεως ὁλκή» το να σύρει κάποιος το ξαντικό εργαλείο κατά την κατεργασία υφασμάτων, Πλάτ.) 2. η προς τα κάτω ροπή τής πλάστιγγας νεοελλ. 1. το βάρος σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων 2. η… …   Dictionary of Greek

  • σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… …   Dictionary of Greek

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

  • τρυτοδόκη — ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) η θήκη τής πλάστιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *τρυτανο δόκη (< τρυτάνη «ζυγός» + δόκη < δέχομαι) με συλλαβική ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”